- ἐφάμαρτος
- ἐφάμαρτοςsinfulmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφάμαρτος — ἐφάμαρτος, ον (Μ) [εφαμαρτάνω] 1. αυτός που αποδοκιμάζεται από την ηθική, ο σφαλερός, ο ανήθικος («ἐφάμαρτος συνήθεια», Στουδ. Θεόδ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει υποπέσει σε σφάλμα, σε παράπτωμα, ο αμαρτωλός 3. το ουδ. ως ουσ. τo ἐφάμαρτον η… … Dictionary of Greek
ἐφάμαρτον — ἐφάμαρτος sinful masc/fem acc sg ἐφάμαρτος sinful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαμάρτοις — ἐφάμαρτος sinful masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαμάρτου — ἐφάμαρτος sinful masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφαμάρτους — ἐφάμαρτος sinful masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφάμαρτα — ἐφάμαρτος sinful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)